- φύλαρχος
- φύλαρχοςchief officer of amasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φύλαρχος — chief officer of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλαρχος — (3ος αι. π.Χ.)Έλληνας μυθογράφος και ιστορικός από τη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αθήνα τον 3o αι. π.Χ. Έγραψε τα μυθολογικά συγγράμματα Επιτομή μυθική, Περί ευρημάτων, Περί της Διός επιφανείας και ένα ιστορικό έργο σε 28 βιβλία με τον… … Dictionary of Greek
φύλαρχος — ο ο αρχηγός φυλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Филархи — (φύλαρχος) начальники отдельных эскадронов аттической конницы. Со времен Клисфена новое деление на 10 фил было применено не только к пехоте, но и к коннице, которая была разделена на 10 эскадронов (φυλαί). В каждом эскадроне было 100 человек, так … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Φυλάρχοις — Φύλαρχος chief officer of a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάρχοις — φύλαρχος chief officer of a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάρχου — Φύλαρχος chief officer of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάρχου — φύλαρχος chief officer of a masc gen sg φυλάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάρχους — Φύλαρχος chief officer of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάρχους — φύλαρχος chief officer of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)